In Lesson 18, we learned about the Simple and Continuous tenses of the Passive voice of Greek verbs. In Lesson 19, we’ll examine
- the Perfect tenses*,
- the Passive Participle
and we’ll learn a few tricks for correct spelling.
———
*In Lesson 18, we talked about the construction of Perfect tenses:
auxiliary verb ‘έχω’ (‘είχα’, ‘θα έχω’) + Past infinitive
This construction is mostly used to denote that the action is, was, or will be finished at the time mentioned.
There is also a second way of forming the Perfect tenses in the Passive voice, which involves the use of the Passive Participle:
auxiliary verb ‘είμαι’ (‘ήμουν’, ‘θα είμαι’) + Past participle
This construction is used to denote the outcome of the action — thus,
έχω ντυθεί (=I have been dressed) refers mainly to the action, without excluding the outcome (I am dressed now), while
είμαι ντυμένος (=I am dressed) refers basically to the outcome itself.
Passive Participle
The Passive Participle has 3 genders and it is inflected as an adjective.
- εργάζομαι –> εργαζόμενος
The verbs which are stressed on the antepenultimate form the participle with endings in -όμενος, -όμενη, -όμενο. - κινούμαι –> κινούμενος
The verbs which are stressed on the penultimate form the participle with endings in -ούμενος, -ούμενη, -ούμενο. - αγαπώ –> αγαπημένος
The verbs which are stressed on the ultimate form the participle with endings in -ημένος, -ημένη, -ημένο . - σιδερώνω (=iron) –> σιδερωμένος
The verbs ending in -ώνω form the participle with endings in -ωμένος, -ωμένη, -ωμένο. - ξοδεύω (=spend) –> ξοδεμένος
The verbs ending in -εύω form the participle with endings in -εμένος, -εμένη, -εμένο. - σκουπίζω (=sweep) –> σκουπισμένος
The verbs ending in -ίζω form the participle with endings in -ισμένος, -ισμένη, -ισμένο. - τρίβω (=rub, scrub) –> τριμμένος
The verbs with a root ending in the letters π, β, φ, πτ (εγκαταλείπω =leave, abandon; σκάβω =dig, γράφω, βλάπτω =damage, hurt) form the participle with endings in -μμένος, -μμένη, -μμένο. (Notice the double –μμ-)
Since the participle is inflected as an adjective, it is only natural that the plural will be formed as
verb in plural + participle in plural
Thus, we can get the following forms:
Present Perfect (I am untied, loose)
Singular | Plural |
είμαι λυμένος | είμαστε λυμένοι |
είσαι λυμένος | είστε λυμένοι |
είναι λυμένος | είναι λυμένοι |
Past Perfect (I was loose)
Singular | Plural |
ήμουν λυμένος | ήμασταν λυμένοι |
ήσουν λυμένος | ήσασταν λυμένοι |
ήταν λυμένος | ήταν λυμένοι |
Future Perfect (I will be loose)
Singular | Plural |
θα είμαι λυμένος | θα είμαστε λυμένοι |
θα είσαι λυμένος | θα είστε λυμένοι |
θα είναι λυμένος | θα είναι λυμένοι |
————–
Standard Verb Endings
- Verbs eding in –ώνω:
τελειώνω (=finish), λερώνω (=sully), θυμώνω (=get angry) - Verbs ending in –ίζω:
ποτίζω (=water, irrigate), γεμίζω (=fill)
Exceptions: δανείζω (=lend), δακρύζω (=shed tears), αθροίζω (=sum up), πήζω (=congeal, set), etc - Verbs in –εύω:
κινδυνεύω (=be in danger), παλεύω (=struggle, wrestle)
Exception: κλέβω (=steal) - Verbs in –αίνω:
μπαίνω (=enter), βγαίνω (=exit), ανεβαίνω (=ascend)
Exception: μένω (=stay), δένω (=tie), πλένω (=wash) - Verbs in -έλλω, -άλλω*:
ανατέλλω (=rise, as for the sun), αναβάλλω (=postpone)
Exception: θέλω (=want) - Verbs in -άσσω, -άττω:
παρατάσσω (=array, deploy), διαπράττω (=perpetrate)
* The verbs ending in -έλλω, -άλλω are written:
- with double –λλ– in the present, the imperfect & in future continuous (i.e. when the action expressed by the verb has a sense of continuity, perpetuality) ;
- with a single –λ– in simple past and in all the tenses which are formed based on simple past’s root,
Present | αναβάλλω | αμφιβάλλω (=doubt) |
Imperfect | ανέβαλλα | αμφέβαλλα |
Simple Past | ανέβαλα | αμφέβαλα |
Future | θα αναβάλω | θα αμφιβάλω |
Future Continuous | θα αναβάλλω | θα αμφιβάλλω |
Present Perfect | έχω αναβάλει | έχω αμφιβάλει |
Past Perfect | είχα αναβάλει | είχα αμφιβάλει |
Future Perfect | θα έχω αναβάλει | θα έχω αμφιβάλει |
———————
Exercises
I. Strike out the erroneous choice:
- Αύριο θα ποτίσω / θα ποτήσω τα λουλούδια.
- Μόλις πήξει / πίξει η κρέμα, το γλυκό θα είναι έτοιμο.
(=as soon as the cream sets, the cake will be ready) - Ο Νίκος ύψωσε / υψώσει τον χαρταετό (=kite).
- Η Μαρία λούστηκε / έλουσε χτες το πρωί.
- Κοιμόμουν / θα κοιμηθώ όταν ήλθες.
- I am sleeping in the car.
- Maria was reading, when Eva entered the room.
- “Wait, I’m coming,” Kyriakos shouted from his room.
- Don’t worry, I’ll remember her name.
- Κοιμάμαι (μέσα) στο αυτοκίνητο.
- Η Μαρία διάβαζε, όταν η Εύα μπήκε στο δωμάτιο.
- “Περίμενε, έρχομαι,” φώναξε ο Κυριάκος από το δωμάτιό του.
- Μην ανησυχείς, θα θυμηθώ το όνομά της.