In this lesson, we will learn:
- Greek adjectives in -ής, -ής, -ές: Declension
- Adjectives: Degrees of Comparison
- Possessive Pronouns & Adjectives
- Greek verbs, Part 5: Perfect tenses
————————
Masculine
Singular | Plural | |
Nom. | o διεθν-ής (international) | οι διεθν-είς |
Gen. | του διεθν-ή | των διεθν-ών |
Acc. | το διεθν-ή | τους διεθν-είς |
Voc. | – διεθν-ή | – διεθν-είς |
Feminine
Singular | Plural | |
Nom. | η διεθν-ής | οι διεθν-είς |
Gen. | της διεθν-ούς | των διεθν-ών |
Acc. | τη διεθν-ή | τις διεθν-είς |
Voc. | – διεθν-ή | – διεθν-είς |
Neutral
Singular | Plural | |
Nom. | το διεθν-ές | τα διεθν-ή |
Gen. | του διεθν-ούς | των διεθν-ών |
Acc. | το διεθν-ές | τα διεθν-ή |
Voc. | – διεθν-ές | – διεθν-ή |
More adjectives in -ης, -ης, -ες:
ο επιμελής, η επιμελής, το επιμελές –> studious, thorough-paced
ο ακριβής, η ακριβής, το ακριβές –> accurate
(do not confuse with ο ακριβός, η ακριβή, το ακριβό = expensive!)
ο ασθενής, η ασθενής, το ασθενές –> ill // weak
ο δημοφιλής, η δημοφιλής, το δημοφιλές –> popular
ο συνεχής, η συνεχής, το συνεχές –> continuous
——————————————-
Adjectives: Degrees of Comparison
As in English, adjectives in Greek have 3 degrees of comparison:
- Positive
- Comparative
- Superlative
Positive | Comparative | Superlative |
όμορφος (pretty) | ομορφότερος | ομορφότατος |
μακρύς (long) | μακρύτερος | μακρύτατος |
ευγενής (noble) | ευγενέστερος | ευγενέστατος |
- Present Perfect: indicates an action that happened in the past and whose outcome lasts until the present
- Past Perfect: indicates an action that happened in the past before another past action
- Future Perfect: indicates an action that will happen in the future before another future action
Perfect tenses are formed with the auxiliary verb έχω (‘to have’) in the respective simple tenses + the infinitive of the active voice, which is identical to the third person of the Simple Future.
In other words:
1. Present Perfect
(εγώ) έχω γνωρίσει | (εμείς) έχουμε γνωρίσει |
(εσύ) έχεις γνωρίσει | (εσείς) έχετε γνωρίσει |
(αυτός) έχει γνωρίσει | (αυτοί) έχουν γνωρίσει |
(αυτή) έχει γνωρίσει | (αυτές) έχουν γνωρίσει |
(αυτό) έχει γνωρίσει | (αυτά) έχουν γνωρίσει |
1. Past Perfect
(εγώ) είχα γνωρίσει | (εμείς) είχαμε γνωρίσει |
(εσύ) είχες γνωρίσει | (εσείς) είχατε γνωρίσει |
(αυτός) είχε γνωρίσει | (αυτοί) είχαν γνωρίσει |
(αυτή) είχε γνωρίσει | (αυτές) είχαν γνωρίσει |
(αυτό) είχε γνωρίσει | (αυτά) είχαν γνωρίσει |
1. Future Perfect
(εγώ) θα έχω γνωρίσει | (εμείς) θα έχουμε γνωρίσει |
(εσύ) θα έχεις γνωρίσει | (εσείς) θα έχετε γνωρίσει |
(αυτός) θα έχει γνωρίσει | (αυτοί) θα έχουν γνωρίσει |
(αυτή) θα έχει γνωρίσει | (αυτές) θα έχουν γνωρίσει |
(αυτό) θα έχει γνωρίσει | (αυτά) θα έχουν γνωρίσει |
———————————————————-
Exercise:
Transfer the following verbs in all the tenses of the Indicative that we have learned so far (Present, Imperfect, Simple Past, Future Continuous, Simple Future, Present Perfect, Past Perfect, Future Perfect). You can write the first person singular, or you can decline the verb in all persons and numbers (even better!):
πηγαίν-ω , ακού-ω , βλέπ-ω , λέ-ω , φτάν-ω , γράφ-ω , διαβάζ-ω, αρχίζ-ω, λείπ-ω, τελειών-ω, αγαπ-ώ , νικ-ώ, πετ-ώ, πηδ-ώ, κοιτ-ώ, κρατ-ώ, πον-ώ, πειν-ώ, βοηθ-ώ, λειτουργ-ώ, χρησιμοποι-ώ, καλ-ώ, ωφελ-ώ
————————————
Key to the exercise:
πηγαίν-ω –> πήγαινα, πήγα, θα πηγαίνω, θα πάω, έχω πάει, είχα πάει, θα έχω πάει
ακού-ω –> άκουγα, άκουσα, θα ακούω, θα ακούσω, έχω ακούσει, είχα ακούσει, θα έχω ακούσει
βλέπ-ω –> έβλεπα, είδα, θα βλέπω, θα δω, έχω δει, είχα δει, θα έχω δει
λέ-ω –> έλεγα, είπα, θα λέω, θα πω, έχω πει, είχα πει, θα έχω πει
φτάν-ω –> έφτανα, έφτασα, θα φτάνω, θα φτάσω, εχω φτάσει, είχα φτάσει, θα έχω φτάσει
γράφ-ω –> έγραφα, έγραψα, θα γράφω, θα γράψω, έχω γράψει, είχα γράψει, θα έχω γράψει
διαβάζ-ω –> διάβαζα, διάβασα, θα διαβάζω, θα διαβάσω, έχω διαβάσει, είχα διαβάσει, θα έχω διαβάσει
αρχίζ-ω –> άρχιζα, άρχισα, θα αρχίζω, θα αρχίσω, έχω αρχίσει, είχα αρχίσει, θα έχω αρχίσει
λείπ-ω –> έλειπα, έλειψα, θα λείπω, θα λείψω, έχω λείψει, είχα λείψει, θα έχω λείψει
τελειών-ω –> τελείωνα, τελείωσα, θα τελειώνω, θα τελειώσω, έχω τελειώσει, είχα τελειώσει, θα έχω τελειώσει
αγαπ-ώ –> αγαπούσα, αγάπησα, θα αγαπώ, θα αγαπήσω, έχω αγαπήσει, είχα αγαπήσει, θα έχω αγαπήσει
νικ-ώ –> νικούσα, νίκησα, θα νικώ, θα νικήσω, έχω νικήσει, είχα νικήσει, θα έχω νικήσει
πετ-ώ –> πετούσα, πέταξα, θα πετώ, θα πετάξω, έχω πετάξει, είχα πετάξει, θα έχω πετάξει
πηδ-ώ –> πηδούσα, πήδηξα, θα πηδώ, θα πηδήξω, έχω πηδήξει, είχα πηδήξει, θα έχω πηδήξει
κοιτ-ώ –> κοιτούσα, κοίταξα, θα κοιτώ, θα κοιτάξω, έχω κοιτάξει, είχα κοιτάξει, θα έχω κοιτάξει
κρατ-ώ –> κρατούσα, κράτησα, θα κρατώ, θα κρατήσω, έχω κρατήσει, είχα κρατήσει, θα έχω κρατήσει
πον-ώ –> πονούσα, πόνεσα, θα πονώ, θα πονέσω, έχω πονέσει, είχα πονέσει, θα έχω πονέσει
πειν-ώ –> πεινούσα, πείνασα, θα πεινώ, θα πεινάσω, έχω πεινάσει, είχα πεινάσει, θα έχω πεινάσει
βοηθ-ώ –> βοηθούσα, βοήθησα, θα βοηθώ, θα βοηθήσω, έχω βοηθήσει, είχα βοηθήσει, θα έχω βοηθήσει
λειτουργ-ώ –. λειτουργούσα, λειτούργησα, θα λειτουργώ, θα λειτουργήσω, έχω λειτουργήσει, είχα λειτουργήσει, θα έχω λειτουργήσει
χρησιμοποι-ώ –> χρησιμοποιούσα, χρησιμοποίησα, θα χρησιμοποιώ, θα χρησιμοποιησω, έχω χρησιμοποιήσει, είχα χρησιμοποιήσει, θα έχω χρησιμοποιήσει
καλ-ώ –> καλούσα, κάλεσα, θα καλώ, θα καλέσω, έχω καλέσει, είχα καλέσει, θα έχω καλέσει
ωφελ-ώ –> ωφελούσα, ωφέλησα, θα ωφελώ, θα ωφελήσω, έχω ωφελήσει, είχα ωφελήσει, θα έχω ωφελήσει